- χρωματοποιείο
- το, Νχρωματουργείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοποιός + κατάλ. -είο (πρβλ. σχολ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωματοποιείο — το εργοστάσιο κατασκευής χρωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωματουργείο — το χρωματοποιείο, εργοστάσιο κατασκευής χρωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)